- κουρμαδιά
- κουρμαδιά, η και χουρμαδιά, ητο δέντρο φοινικιά, χουρμαδιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κουρμαδιά — η βλ. χουρμαδιά … Dictionary of Greek
χουρμαδιά — Bλ. λ. φοίνικας. * * * και κουρμαδιά, η, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού είδους φοίνικα Foenix dactylifera, που καλλιεργείται από την αρχαιότητα για τον εύγευστο και θρεπτικό καρπό της. [ΕΤΥΜΟΛ. < χουρμάδ ες, πληθ. τής λ. χουρμάς + κατάλ. ιά (πρβλ.… … Dictionary of Greek